- ἐπιδεχόμενος
- ἐπιδέχομαιpres part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανεπανόρθωτος — η, ο (Α ἀνεπανόρθωτος, ον) εκείνος που δεν είναι δυνατόν να διορθωθεί, μη επιδεχόμενος επανόρθωση, αθεράπευτος αρχ. 1. εκείνος που παρέμεινε αδιόρθωτος, που δεν επανορθώθηκε 2. που δεν χρειάζεται διόρθωση, τέλειος … Dictionary of Greek
μετάθεση — η (ΑM μετάθεσις) [μετατίθημι] 1. μετακίνηση από μια θέση σε άλλη, μεταβολή, αλλαγή θέσης 2. η αλλαγή τής θέσης τών φθόγγων μέσα στην ίδια λέξη όπως π.χ. φούχτα: χούφτα, κροκόδειλος: κορκοδειλος, κραδίη: καρδία νεοελλ. 1. (με χρονική σημασία)… … Dictionary of Greek
τελεσίδικος — η, ο, Ν (νομ.) 1. οριστικά δικασμένος, μη επιδεχόμενος τακτικό ένδικο μέσο, ανέκκλητος («τελεσίδικη απόφαση») 2. το ουδ. ως ουσ. το τελεσίδικο(ν) η τελεσιδικία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τελεσι (βλ. λ. τέλος) + δικος (< δίκη), πρβλ. φιλό δικος] … Dictionary of Greek
ԸՆԴՈՒՆԱԿԱՆ — (ի, աց.) NBH 1 0773 Chronological Sequence: Unknown date, 5c, 6c, 8c, 10c, 12c ա. δεξόμενος, ἑπιδεχόμενος, δεκτικός capiens, capax Նոյն ընդ վ. (=ԸՆԴՈՒՆԱԿ) ըստ ՟Ա. եւ ՟Բ. նշ. *Լուսաւորութեան կամ աստուածայնոյ գալստեան ընդունական: Ընդունականք… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)